- πολεμικήν
- πολεμικόςoffem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TRIERARCHUS — in Rep. Atheniensi dicebatur, qui navem bellicam armamentaque navalia et eius generis alia, praebebat. Ulpianus, Τριήραρχός ἐςτιν ὁ ναῦν παρεχόμενος πολεμικην` καὶ οκεύη τῇ νηΐ καὶ ὅσα τοιαῦτα. Cui muneri obeundo ditissimi quique assignabantur,… … Hofmann J. Lexicon universale
κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρής, Κωνσταντίνος — (1894 – 1976). Ναύαρχος του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Φοιτητής ακόμα στη Σχολή Δοκίμων, με την έκρηξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου, αποσπάστηκε στο ανιχνευτικό πολεμικό σκάφος Λέων, με τον βαθμό του αρχικελευστή. Με το πλοίο αυτό πολέμησε στις… … Dictionary of Greek